- παραπλάζω
- Α1. εκτρέπω κάποιον από την ευθεία οδό, παραπλανώ2. παρασύρω ναύτες από την πορεία τους3. μτφ. περιπλέκω, συγχέω («παρέπλαγξεν δὲ νόημα», Ομ. Οδ.)4. παρεκτρέπομαι («κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε», Νίκ.)5. παθ. πλανώμαι, πέφτω σε σφάλμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πλάζω «πλανώ, εκτρέπω, απομακρύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.